«Υπηρεσίες Παιδικής Μέριμνας» : Ακριβοπληρωμένο εμπόρευμα η ανάγκη για προσχολική αγωγή και δημιουργική απασχόληση βρεφών και νηπίων
Η ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση επεκτείνεται και βαθαίνει, καθώς η ΕΕ και οι κυβερνήσεις, σήμερα του ΠΑΣΟΚ και προηγούμενα της ΝΔ, μεθοδεύουν την ενεργότερη δραστηριοποίηση του κεφαλαίου στον τομέα που ονομάζουν «παιδική μέριμνα». Το ενδιαφέρον του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκφραστών για τις υπηρεσίες παιδικής μέριμνας πηγάζει από την πρόθεσή τους να αυξήσουν τη συμμετοχή των γυναικών στην παραγωγή και τα κέρδη που καρπώνονται από αυτή. Οι γυναίκες και ειδικά οι μητέρες βρίσκονται με το ένα πόδι στην παραγωγή και το άλλο στο σπίτι, στη φροντίδα των εξαρτώμενων μελών, των παιδιών και των ηλικιωμένων. Προκειμένου να αυξηθεί η συμμετοχή τους στην «απασχόληση», και επομένως η παραγόμενη υπεραξία για το κεφάλαιο, η ΕΕ έχει ήδη από το 2002 θέσει τους λεγόμενους «στόχους της Βαρκελώνης». Με αυτούς απέβλεπε στη δημιουργία υπηρεσιών παιδικής μέριμνας που να καλύπτουν το 33% των βρεφών μέχρι 3 ετών και το 90% των παιδιών από 3 ετών έως την ηλικία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Εκτιμώντας την πορεία επίτευξης των στόχων αυτών, η ΕΕ διαπιστώνει στα περισσότερα κράτη - μέλη καθυστερήσεις, πράγμα που ισχύει και για την Ελλάδα. Στο πλαίσιο της στρατηγικής «ΕΕ 2020», που ανεβάζει τον πήχη για τη γυναικεία απασχόληση στο 75%, προσαρμόζει αντίστοιχα τους στόχους για τις υπηρεσίες παιδικής μέριμνας. Πλέον επιδιώκει την κάλυψη των παιδιών ηλικίας ως 3 ετών σε ποσοστό 50% και τη «σχολική αγωγή» των νηπίων από 3 ετών μέχρι την έναρξη της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
Είναι σαφές ότι οι στόχοι αυτοί δεν αφορούν στη δημιουργία ενός δικτύου δημόσιων, δωρεάν, ποιοτικών υπηρεσιών και υποδομών. Η ΕΕ και οι αστικές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τόσο την εργασία των γυναικών όσο και τις υπηρεσίες φροντίδας βρεφών και νηπίων ως πηγές κέρδους και όχι ως κοινωνικά δικαιώματα. Κάνουν λόγο για υπηρεσίες «προσβάσιμες και προσιτές οικονομικά», που θα παρέχονται δηλαδή επί πληρωμή, αλλά το κόστος τους δε θα είναι απαγορευτικό, προκειμένου οι εργαζόμενοι γονείς να μπορούν να κάνουν χρήση τους. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη λειτουργία των «υπηρεσιών παιδικής μέριμνας», που πρέπει να είναι απόλυτα προσαρμοσμένη στις εργασιακές σχέσεις που επιβάλλει το κεφάλαιο. Οι στόχοι της ΕΕ αφορούν σε ολοήμερη λειτουργία των υπηρεσιών αυτών και μάλιστα για έξι μέρες την εβδομάδα, ώστε να αντιστοιχούν στα ευέλικτα ωράρια εργασίας, στις εργασιακές σχέσεις - λάστιχο που επιβάλλουν στους εργαζόμενους και ειδικά στις γυναίκες. Το ζητούμενο είναι οι εργαζόμενες μητέρες να «παρκάρουν» το παιδί τους για όσες ώρες δουλεύουν και να είναι διαθέσιμες στον εργοδότη όποτε και για όσο τις χρειάζεται.
Δεν είναι επομένως περίεργο που η ΕΕ αντιμετωπίζει τους βρεφονηπιακούς σταθμούς ως μια επένδυση λογική και συμφέρουσα για το κεφάλαιο και την εργοδοσία. Είναι όμως προκλητική η επιχειρηματολογία που υιοθετεί σχετικά με το «κοινό συμφέρον» και το «αμοιβαίο όφελος» εργαζομένων και εργοδοτών, όπως και οι ισχυρισμοί πως οι επενδύσεις του κεφαλαίου στην «παιδική μέριμνα» μπορούν να εξυπηρετήσουν εξίσου και τις δυο πλευρές. Η προπαγάνδα αυτή στόχο έχει να στρώσει το δρόμο στις Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα, να προετοιμάσει το έδαφος για την πλήρη ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση των βρεφονηπιακών σταθμών. Να νομιμοποιήσει στη συνείδηση των εργαζομένων τη «λύση» της χρηματοδότησης και της δημιουργίας παιδικών σταθμών με τη συνεργασία της τοπικής διοίκησης και των επιχειρήσεων. Με τον τρόπο αυτό, οι επιχειρήσεις θα εξασφαλίζουν θέσεις τις οποίες θα διαθέτουν για τα παιδιά των εργαζομένων τους. Στην ουσία, μέσα από αυτές τις συμπράξεις το κόστος μεταφέρεται στους ίδιους τους εργαζόμενους γονείς, ενώ το είδος και η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών καθορίζονται άμεσα από την επιχείρηση και τις ανάγκες της, αφού αποτελούν μια «ευγενική προσφορά» της. Για την εξασφάλιση μιας θέσης στον παιδικό σταθμό, οι γονείς θα βρίσκονται σε πλήρη εξάρτηση από τον εργοδότη. Μια ενδεχόμενη απόλυση θα στέλνει τους ίδιους στην ανεργία και ταυτόχρονα θα αφήνει το παιδί τους εκτός παιδικού σταθμού.
Βέβαια, η επένδυση σε βρεφονηπιακούς σταθμούς δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις αρκετά κερδοφόρα ώστε να ενδιαφέρει το κεφάλαιο, ενώ οι εργαζόμενοι δεν μπορούν πάντα να ανταποκριθούν στο οικονομικό κόστος των ιδιωτικοποιημένων «υπηρεσιών παιδικής μέριμνας». Για τους λόγους αυτούς, η ΕΕ επιδιώκει να καλύψει ένα μέρος της ανάγκης με υποβαθμισμένες υπηρεσίες φύλαξης μέσω της λεγόμενης «άτυπης μέριμνας». Μέσα δηλαδή από την ανάθεση της φροντίδας βρεφών και νηπίων σε γυναίκες χωρίς αντίστοιχες επιστημονικές γνώσεις και σπουδές, χωρίς να υπάρχουν οι απαιτούμενες υποδομές, ακόμα στο χώρο του σπιτιού τους, στα πλαίσια της «κοινωνικής οικονομίας», της δράσης των ΜΚΟ, των διάφορων «εθελοντικών» και «φιλανθρωπικών» οργανώσεων. Η «άτυπη μέριμνα» βασίζεται στο σκεπτικό ότι οι γυναίκες, λόγω του ρόλου τους στην οικογένεια, διαθέτουν τις απαιτούμενες «δεξιότητες», είναι εξοικειωμένες με την ευθύνη της φροντίδας των παιδιών και μπορούν να φέρουν αυτό το έργο σε πέρας. Η «κοινωνική οικονομία» αποτελεί μια επιλογή που εξυπηρετεί διπλή στόχευση: Αφ' ενός εξασφαλίζει μια «λύση» μηδενικού κόστους για το κράτος και την τοπική διοίκηση, αφ' ετέρου αυξάνει τα ποσοστά της απασχόλησης και μειώνει τη γυναικεία ανεργία. Μάλιστα, η ΕΕ τονίζει πως οι υπηρεσίες μέριμνας και φροντίδας εξαρτώμενων μελών «συνιστούν δυνητικά μια σημαντική πηγή απασχόλησης για ηλικιωμένες γυναίκες οι οποίες επί του παρόντος εντάσσονται στο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης». Ομως, με τον τρόπο αυτό μπορούν να εξασφαλιστούν μόνο υποτυπώδεις, στοιχειώδεις υπηρεσίες, κακής ποιότητας, που μπορεί να αποδειχθούν ακόμα και επικίνδυνες για την ασφάλεια των παιδιών.
Σε αυτά τα μέτρα είναι «κομμένο και ραμμένο» το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ σχετικά με τους παιδικούς σταθμούς, αλλά και γενικότερα η «κοινωνική πολιτική» του. Σε αυτή την κατεύθυνση θα κινηθούν και οι αναμενόμενες εξαγγελίες του πρωθυπουργού από τη ΔΕΘ. Σε αντίθεση με το κλίμα αναμονής και προσδοκίας που προσπαθούν να καλλιεργήσουν, το υποτιθέμενο «κοινωνικό πακέτο» που θα εξαγγείλει ο πρωθυπουργός δεν πρόκειται να φέρει καμία ανακούφιση στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα από την άγρια επίθεση που δέχονται. Αντιθέτως, από αυτού του είδους την «κοινωνική πολιτική», που μετατρέπει κάθε ανάγκη της λαϊκής οικογένειας σε εμπόρευμα, ωφελημένο βγαίνει μόνο το κεφάλαιο και τα κέρδη του.
Οι γυναίκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων δεν πρέπει να τρέφουν καμία αυταπάτη: Οσο η ανάγκη για κοινωνικές υπηρεσίες και υποδομές υποτάσσεται στην κερδοφορία του κεφαλαίου, τα προβλήματα και τα αδιέξοδά τους θα εντείνονται. Στην προσπάθεια να τις τρομοκρατήσουν με τα χρέη και τα ελλείμματα, η μόνη απάντηση είναι ο μαζικός και οργανωμένος αγώνας για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών τους. Η πάλη για κρατικούς, δωρεάν βρεφονηπιακούς σταθμούς και δίχρονη υποχρεωτική δημόσια προσχολική αγωγή για όλα τα παιδιά. Η διεκδίκηση δημόσιων κέντρων δημιουργικής απασχόλησης παιδιών και νηπίων, που να λειτουργούν με εξειδικευμένο προσωπικό τα απογεύματα, τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες και κρατικών παιδικών κατασκηνώσεων για τους μήνες του καλοκαιριού. Η ανάγκη των γυναικών για μόνιμη και σταθερή δουλειά με δικαιώματα, αλλά και η ανάγκη των μικρών παιδιών για μάθηση και κοινωνικοποίηση, για παιχνίδι και δημιουργικό χρόνο θα αντιμετωπίζονται πάντα ως κόστος για την κοινωνία που οργανώνεται με στόχο το καπιταλιστικό κέρδος. Η ολόπλευρη ικανοποίησή τους απαιτεί την οικοδόμηση μιας κοινωνίας που δε θα φέρνει σε αντίθεση τη μητρότητα με την εργασία, αλλά θα αντιλαμβάνεται τις λειτουργίες και τις ανάγκες της οικογένειας ως δική της υπόθεση και θα μεριμνά για να παρέχονται όλες οι υποδομές και οι υπηρεσίες για την ικανοποίησή τους.
Ευτυχία ΧΑΪΝΤΟΥΤΗ